παλουκάρι -το (ουσ.) συνθ. Προέρχεται από τις λέξεις παλούκι και παλικάρι (αρχαία: παλληκάρι). Η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον νεαρό ο οποίος είναι και παλικάρι (ρωμαλέος) και έχει αξιοσημείωτα προσόντα (παλούκι).
παλουκάρι -το (ουσ.) συνθ. Προέρχεται από τις λέξεις παλούκι και παλικάρι (αρχαία: παλληκάρι). Η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον νεαρό ο οποίος είναι και παλικάρι (ρωμαλέος) και έχει αξιοσημείωτα προσόντα (παλούκι).