Κατηγορία:Φρικηλεξικό πέος, το (σπαν. ο πέος) - (ουσ.) αντικείμενο που ομοιάζει προβοσκίδας στο εμπρόσθιο μέρος του ανδρός - χρησιμοποιείται σε λειτουργίες του αναπαραγωγικού καθώς και του πεπτικού συστήματος ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Συνοδεύεται συνήθως από αντικείμενο γένους θηλυκού ετυμ. πέος<μπέος<Αχιλλέας Μπέος - λόγω της ετυμολογίας του συνελήφθη και κρατείται 1. Μπέο, Μπέο είσαι για τον πέο! - [παρατηρήστε την χρήση του αρσενικού τύπου ο πέος] 2. Το πέος σκληραίνει. Γι' αυτό 72 κατασκευαστές πέων συνιστούν αποσκληρυντικό Cavlgon.
Κατηγορία:Φρικηλεξικό πέος, το (σπαν. ο πέος) - (ουσ.) αντικείμενο που ομοιάζει προβοσκίδας στο εμπρόσθιο μέρος του ανδρός - χρησιμοποιείται σε λειτουργίες του αναπαραγωγικού καθώς και του πεπτικού συστήματος ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Συνοδεύεται συνήθως από αντικείμενο γένους θηλυκού ετυμ. πέος<μπέος<Αχιλλέας Μπέος - λόγω της ετυμολογίας του συνελήφθη και κρατείται 1. Μπέο, Μπέο είσαι για τον πέο! - [παρατηρήστε την χρήση του αρσενικού τύπου ο πέος] 2. Το πέος σκληραίνει. Γι' αυτό 72 κατασκευαστές πέων συνιστούν αποσκληρυντικό Cavlgon.