Λαφαζανιά -ά (ουσ.) <Λαφαζανέυω (Κυπριακά:Λαφαζανεύκω) <τούρκικη lafazan Μπούρδας αλά Κυπριακά. Μπορεί να αναφερθεί και σε πολιτικούς, όπως ο πολύ γνωστός Παναγιωτίδης Λαφαζανέως. Παραδείγματα: 1."Πόσο λαφαζάνης είσαι ρε!"
Λαφαζανιά -ά (ουσ.) <Λαφαζανέυω (Κυπριακά:Λαφαζανεύκω) <τούρκικη lafazan Μπούρδας αλά Κυπριακά. Μπορεί να αναφερθεί και σε πολιτικούς, όπως ο πολύ γνωστός Παναγιωτίδης Λαφαζανέως. Παραδείγματα: 1."Πόσο λαφαζάνης είσαι ρε!"