κλαυστήρας ο - (ουσ.) συνθ κακά συντηρημένος καυστήρας που ο καπνός του μυρίζει κλανιά αρσενικού που έχει φάει μπρόκολο ετυμ. σύνθετο εκ του κλαστήρας + καυστήρας
κλαυστήρας ο - (ουσ.) συνθ κακά συντηρημένος καυστήρας που ο καπνός του μυρίζει κλανιά αρσενικού που έχει φάει μπρόκολο ετυμ. σύνθετο εκ του κλαστήρας + καυστήρας