σουρουκλεμές, ο - (ουσ.) εκ του τούρκ. sürükle(n)me(k) = σέρνομαι Σουρτούκης άνθρωπος που περιπλανιέται χωρίς να κάνει τίποτα. Αυτός που έχει φάει τους δρόμους με το κουτάλι και δεν θα σταματήσει να γυρίζει ασκόπως ακόμα κι αν φτάσει στο σημείο να σέρνεται. Ο αμετανόητος σοκακιάρης που χαΐρι απ' αυτόν δεν έχει. θηλ. σουρουκλεμού, συν. του σουρλουλού παραδείγματα Βρε σουρουκλεμέ, σπίτι δεν έχεις εσύ; Τα μάτια σου δεκατέσσερα, και μακριά από σουρουκλεμέδες!
σουρουκλεμές, ο - (ουσ.) εκ του τούρκ. sürükle(n)me(k) = σέρνομαι Σουρτούκης άνθρωπος που περιπλανιέται χωρίς να κάνει τίποτα. Αυτός που έχει φάει τους δρόμους με το κουτάλι και δεν θα σταματήσει να γυρίζει ασκόπως ακόμα κι αν φτάσει στο σημείο να σέρνεται. Ο αμετανόητος σοκακιάρης που χαΐρι απ' αυτόν δεν έχει. θηλ. σουρουκλεμού, συν. του σουρλουλού παραδείγματα Βρε σουρουκλεμέ, σπίτι δεν έχεις εσύ; Τα μάτια σου δεκατέσσερα, και μακριά από σουρουκλεμέδες!