Κατηγορία:Φρικηλεξικό σκαταποθήκη, η - (ουσ.) (σπαν.)~βόθρος ανατριχιαστικός, σκοτεινός, χώρος που βρίσκεται κάτω απο το έδαφος (δεν εννοώ αυτό που νομίζεις βαρεμένε γκοθά), συχνάζει κάτω από σπίτια σε χωριά και εκεί μέσα μαζεύονται όλα τα οργανικά απόβλητα (σκατά, ούρα, κλπ) των κατοίκων του σπιτιού και λόγω του ότι τα σκατά μένουν εκεί μέσα αρκετό χρόνο, σαπίζουν και βρωμάνε θειάφι και μεθάνιο (σκέτη κόλαση δηλαδη) σύνθετο εκ του σκατά + αποθήκη 1.
* Τι βρωμάει σαν σκαταποθήκη; 2.
* Σαν σκαταποθήκη βρωμάει!
Κατηγορία:Φρικηλεξικό σκαταποθήκη, η - (ουσ.) (σπαν.)~βόθρος ανατριχιαστικός, σκοτεινός, χώρος που βρίσκεται κάτω απο το έδαφος (δεν εννοώ αυτό που νομίζεις βαρεμένε γκοθά), συχνάζει κάτω από σπίτια σε χωριά και εκεί μέσα μαζεύονται όλα τα οργανικά απόβλητα (σκατά, ούρα, κλπ) των κατοίκων του σπιτιού και λόγω του ότι τα σκατά μένουν εκεί μέσα αρκετό χρόνο, σαπίζουν και βρωμάνε θειάφι και μεθάνιο (σκέτη κόλαση δηλαδη) σύνθετο εκ του σκατά + αποθήκη 1.
* Τι βρωμάει σαν σκαταποθήκη; 2.
* Σαν σκαταποθήκη βρωμάει!