πεοστύφτης, ο - (ουσ.) συνθ. Πεοστύφτη αποκαλούμε ένα αρσενικό το οποίο προσευχήθηκε στον Αυνάν και έκανε την κατάλληλη κατάθεση τουλάχιστον 7 φορές σε ένα 24ωρο. Αυτό το άτομο, δηλαδή ο πεοστύφτης (μη φοβάστε πείτε το και εσείς) αφουγκράζεται του περιεχομένου του Φατσοβιβλίου, του Πορνοσωλήνα και πολλών ακόμη πορνο-ιστοτόπων, με σκοπό να ξεζουμίσει κυριολεκτικά οποιοδήποτε ίχνος τεστοστερόνης υπάρχει μέσα του και με αποτέλεσμα να αφυδατωθεί. ετυμ. - σύνθετο εκ του πέος και του στύβω χρήσεις / παραδείγματα:
πεοστύφτης, ο - (ουσ.) συνθ. Πεοστύφτη αποκαλούμε ένα αρσενικό το οποίο προσευχήθηκε στον Αυνάν και έκανε την κατάλληλη κατάθεση τουλάχιστον 7 φορές σε ένα 24ωρο. Αυτό το άτομο, δηλαδή ο πεοστύφτης (μη φοβάστε πείτε το και εσείς) αφουγκράζεται του περιεχομένου του Φατσοβιβλίου, του Πορνοσωλήνα και πολλών ακόμη πορνο-ιστοτόπων, με σκοπό να ξεζουμίσει κυριολεκτικά οποιοδήποτε ίχνος τεστοστερόνης υπάρχει μέσα του και με αποτέλεσμα να αφυδατωθεί. ετυμ. - σύνθετο εκ του πέος και του στύβω χρήσεις / παραδείγματα: 1. Ρε μαλάκα, πεοστύφτη, παράτησες τις τσόντες με τις γκόμενες και άρχισες τις τσόντες με τα ζώα;