Κατηγορία:Φρικηλεξικό γαβάν', το - (ουσ.) συνθ. ονομάζεται η μαλακία (βόρειες διάλεκτοι, π.χ. Χαλκιδική και Θάσος) υπάρχει και ως ρήμα παθητικό βλ. γαβανίζομαι αγν. ετύμ ομόρριζα γαβανιστής, γαβανάς, γαβανιάρ'ς παράδειγμα: του πουλύ του γαβάν' καν' του πιδί χαϊβάν'
Κατηγορία:Φρικηλεξικό γαβάν', το - (ουσ.) συνθ. ονομάζεται η μαλακία (βόρειες διάλεκτοι, π.χ. Χαλκιδική και Θάσος) υπάρχει και ως ρήμα παθητικό βλ. γαβανίζομαι αγν. ετύμ ομόρριζα γαβανιστής, γαβανάς, γαβανιάρ'ς παράδειγμα: του πουλύ του γαβάν' καν' του πιδί χαϊβάν'