τσιμπουκλασιόρε, - (ουδ. άκλιτο) συνθ. εκ της σύζευξης των ευγενών λέξεων τσιμπου + κλασιόρε, αγνώστου προελεύσεως, πιθανώς δάνειο εκ της ιταλικής λέξη που περιγράφει μια προφανέστατα δυσμενή κατάσταση δημιουργήθηκε σε ένα internet cafe στο Βόλo όπου κάποιοι παίζανε Dota, τη στιγμή που έχασαν μια κρίσιμη μάχη και κατ' επέκταση και το παιχνίδι. Το τσιμπουκλασιόρε ή τσιμπουκλασόρε (για μεγαλύτερη έμφαση) χρησιμοποιείται κάθε φορά που μια ομάδα ή και τα μέλη της υποστούν μια υποτιμητική ήττα οπότε και δεν χωράει αμφιβολία ότι τον φάγανε ασάλιωτο.
τσιμπουκλασιόρε, - (ουδ. άκλιτο) συνθ. εκ της σύζευξης των ευγενών λέξεων τσιμπου + κλασιόρε, αγνώστου προελεύσεως, πιθανώς δάνειο εκ της ιταλικής λέξη που περιγράφει μια προφανέστατα δυσμενή κατάσταση δημιουργήθηκε σε ένα internet cafe στο Βόλo όπου κάποιοι παίζανε Dota, τη στιγμή που έχασαν μια κρίσιμη μάχη και κατ' επέκταση και το παιχνίδι. Το τσιμπουκλασιόρε ή τσιμπουκλασόρε (για μεγαλύτερη έμφαση) χρησιμοποιείται κάθε φορά που μια ομάδα ή και τα μέλη της υποστούν μια υποτιμητική ήττα οπότε και δεν χωράει αμφιβολία ότι τον φάγανε ασάλιωτο. π.χ - Αύριο παίζουμε με Juventus! - Και χαίρεσαι; Τσιμπουκλασιόρε θα μας πάνε. - Γάμησε τα...