Attributes | Values |
---|
rdfs:label
| - Φρικηλεξικό:μασαμπουκωμένος
|
rdfs:comment
| - μασαμπουκωμένος, ο (ουσ.) συνθ. είναι αυτός που θα βάλει ταυτόχρονα στο στόμα του μια μπανάνα, ένα γιαούρτι, ξηρούς καρπούς, ληγμένο κρουασάν, ένα ποδήλατο, μερικές βίδες κοινώς είναι αυτός που λέμε ξυπνάω το βράδυ και μπορώ να φάω και το ψυγείο μαζί μετά το βραδινό μου που ήταν πίτσα, κοκακόλα, ποπ κορν (επειδή είχε και ταινία), λίγο κοτόπουλο και στο τέλος μια πουτίγκα με σως σοκολάτα! σύνθετο εκ του μάσα <μασάω + μπουκωμένος χρήσεις στην καθομιλουμένη: 1. τράβα να μασαμπούσεις 2. πάμε να μασαμπουκώσουμε
|
dbkwik:frikipaidei...iPageUsesTemplate
| |
abstract
| - μασαμπουκωμένος, ο (ουσ.) συνθ. είναι αυτός που θα βάλει ταυτόχρονα στο στόμα του μια μπανάνα, ένα γιαούρτι, ξηρούς καρπούς, ληγμένο κρουασάν, ένα ποδήλατο, μερικές βίδες κοινώς είναι αυτός που λέμε ξυπνάω το βράδυ και μπορώ να φάω και το ψυγείο μαζί μετά το βραδινό μου που ήταν πίτσα, κοκακόλα, ποπ κορν (επειδή είχε και ταινία), λίγο κοτόπουλο και στο τέλος μια πουτίγκα με σως σοκολάτα! σύνθετο εκ του μάσα <μασάω + μπουκωμένος χρήσεις στην καθομιλουμένη: 1. τράβα να μασαμπούσεις 2. πάμε να μασαμπουκώσουμε
|