Κατηγορία:Φρικηλεξικό χαζοπουτανί, το (ουσ.) συνθ. είδος κοπελιάς, η οποία είναι κάπως πεταχτούλα~πουτανί(!), επειδή όμως δεν σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από το κοκό (είπαμε, πουτανί) της έχει προσδοθεί και το συνθετικό χαζο- για να ξεχωρίζει από το κλασσικό έξυπνο πουτανί σύνθετο εκ του χαζό<χαζεύω(α.ε.) + πουτανί 1. Ασ' το αυτό το χαζοπουτανί ρε, θα σου φορτωθεί και θα βρεις τον μπελά σου!
Κατηγορία:Φρικηλεξικό χαζοπουτανί, το (ουσ.) συνθ. είδος κοπελιάς, η οποία είναι κάπως πεταχτούλα~πουτανί(!), επειδή όμως δεν σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από το κοκό (είπαμε, πουτανί) της έχει προσδοθεί και το συνθετικό χαζο- για να ξεχωρίζει από το κλασσικό έξυπνο πουτανί σύνθετο εκ του χαζό<χαζεύω(α.ε.) + πουτανί 1. Ασ' το αυτό το χαζοπουτανί ρε, θα σου φορτωθεί και θα βρεις τον μπελά σου!